- σμογκ
- (smog). Διεθνής όρος που προέρχεται από τη σύντμηση των αγγλικών λέξεων smoke (=καπνός) και fog (=ομίχλη) και υποδηλώνει το φαινόμενο που εκδηλώνεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, όταν συνυπάρχουν μια υψηλή συγκέντρωση ρυπαντικών παραγόντων και μια μετεωρολογική κατάσταση που εμποδίζει τη διάχυση αυτών των παραγόντων στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Εμφανίζεται ως καπνομίχλη, συχνά δυσώδης, η οποία συμπυκνώνεται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις βιομηχανικές ζώνες. Η ύπαρξη χαμηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων και στρωμάτων αναστροφής της θερμοκρασίας είναι η ευνοϊκή μετεωρολογική κατάσταση για τη διατήρηση αυτού του τύπου ομίχλης κοντά στο έδαφος και στην παγίδευση των στερεών και υγρών σωματιδίων καθώς και των επιβλαβών αερίων. Τα πρώτα προκαλούν μείωση της ορατότητας, μερικές φορές σε βαθμό που να δημιουργούνται συνθήκες όμοιες με λυκόφως σε πλήρη ημέρα· όταν καθιζάνουν στο έδαφος, σχηματίζουν εναποθέσεις που, μακροσκοπικά, φαίνονται σαν λιπαρή σκόνη. Τα αέρια αποτελούνται κυρίως από μονοξείδιο του άνθρακα, που κατά 65% προέρχεται από την ατελή καύση των υγρών καυσίμων και μηχανών εσωτερικής καύσης, από ανυδρίτη θειώδους οξέος, το 26% του οποίου οφείλεται στην καύση ουσιών με υψηλή περιεκτικότητα θείου, από οξείδια του αζώτου, υδρογονάνθρακες, μεταλλικά οξείδια, κονιορτούς ασβέστιου, ενώσεις φθόριου και χλώριου σε ελάχιστες ποσότητες ή σε ίχνη. Το σ. έχει αρκετά επιβλαβή αποτελέσματα όχι μόνο επί των ζωικών και φυτικών οργανισμών, αλλά και επί διάφορων αντικειμένων εξαιτίας της δραστικότητας μερικών χημικών ενώσεων διασκορπισμένων στην ατμόσφαιρα: εξαιτίας της σοβαρότητας του φαινομένου μελετιούνται από καιρό μέθοδοι και τρόποι για τον περιορισμό του· οι μελέτες αυτές αποβλέπουν στην εξεύρεση τεχνικών μέσων κατακράτησης των καπνών, καθώς και στη δημιουργία μαθηματικών πρότυπων, ελεγχόμενων από ηλεκτρικούς υπολογιστές, που να επιτρέπουν τον υπολογισμό της διάχυσης των καπνών με βάση τη μετεωρολογική κατάσταση και τη φυσική διαμόρφωση της ελεγχόμενης ζώνης, για να εφαρμοστούν όσο το δυνατό νωρίτερα τα απαιτούμενα κατά περίπτωση αναγκαία μέτρα, ώστε να καταστείλουν εντός ανεκτών ορίων τα αποτελέσματα του φαινομένου.
Dictionary of Greek. 2013.